απανωπροίκι

απανωπροίκι
κ. πάνω -, το
1. πρόσθετο ποσό χρημάτων (η «ειδών προικός») που δίνεται στον γαμπρό επιπλέον όσων είχαν συμφωνηθεί αρχικά («Χρόνους της γράφουν τα προικιά, χρόνους τ' απανοπροίκια»)
2. ποσό που δίνεται στον γαμπρό για μειονέκτημα που ανακάλυψε στη νύφη μετά τον γάμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επάνω — και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά) (επίρρ. συχνά και ως πρόθ.) 1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνεια («ἐπάνω κατακεισόμεθ ἡμεῑς», Αριστοφ.) 2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”