- απανωπροίκι
- κ. πάνω -, το1. πρόσθετο ποσό χρημάτων (η «ειδών προικός») που δίνεται στον γαμπρό επιπλέον όσων είχαν συμφωνηθεί αρχικά («Χρόνους της γράφουν τα προικιά, χρόνους τ' απανοπροίκια»)2. ποσό που δίνεται στον γαμπρό για μειονέκτημα που ανακάλυψε στη νύφη μετά τον γάμο.
Dictionary of Greek. 2013.